ἐπαμφοτερίζω — to be double pres subj act 1st sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind act 1st sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres subj act 1st sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαμφοτερίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: επαμφοτερίζω : χρησιμοποιείται κυρίως η λόγια μτχ. ενεστώτα, ως επίθετο (επαμφοτερίζουσα στάση → διφορούμενη, αμφιταλαντευόμενη) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαμφοτερίζω — (Α ἐπαμφοτερίζω) [επαμφότερος] 1. κλίνω άλλοτε προς τον ένα κι άλλοτε προς τον άλλο, είμαι διπλοπρόσωπος («ἔμελλε τὸν Τισσαφέρνη ἀποφαίνειν... ἐπαμφοτερίζοντα», Θουκ.) 2. είμαι αμφίβολος, εκλαμβάνομαι με δύο τρόπους, δέχομαι διπλή ερμηνεία αρχ. 1 … Dictionary of Greek
επαμφοτερίζω — επαμφοτέρισα, αμτβ. 1. κυριολ. και μτφ., κλίνω πότε προς το ένα και πότε προς το άλλο μέρος, αμφιταλαντεύομαι. 2. (για λέξεις), έχω διπλούς τύπους ή επιδέχομαι διπλή ερμηνεία, διφορούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαμφοτερίζῃ — ἐπαμφοτερίζω to be double pres subj mp 2nd sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind mp 2nd sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres subj act 3rd sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres subj mp 2nd sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind mp 2nd sg ἐπαμφοτερίζω to… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτερίζομεν — ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind act 1st pl ἐπᾱμφοτερίζομεν , ἐπαμφοτερίζω to be double imperf ind act 1st pl (doric aeolic) ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind act 1st pl ἐπαμφοτερίζω to be double imperf ind act 1st pl (homeric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτεριζόντων — ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act masc/neut gen pl ἐπαμφοτερίζω to be double pres imperat act 3rd pl ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act masc/neut gen pl ἐπαμφοτερίζω to be double pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτερίζει — ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind mp 2nd sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind act 3rd sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind mp 2nd sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτερίζον — ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act masc voc sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act neut nom/voc/acc sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act masc voc sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτερίζοντα — ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act masc acc sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαμφοτερίζοντι — ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act masc/neut dat sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind act 3rd pl (doric) ἐπαμφοτερίζω to be double pres part act masc/neut dat sg ἐπαμφοτερίζω to be double pres ind act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)